- πραγματοδίφης
- ὁ, Ααυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιώτικος... καὶ πραγματοδίφης», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστρο-δίφης, ιστοριο-δίφης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραγματοδίφης — πραγματοδί̱φης , πραγματοδίφης one who hunts after lawsuits masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)